ἔτι

ἔτι
ἔτι
a hereafter

ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει O. 2.14

ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον N. 2.6

εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.65

b still, yet with verbs.

εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων P. 3.63

καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων P. 10.25

εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο N. 4.13

εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.80

]

υἱὸν ἔτι τέξει Pae. 10.21

ἀέ]ξετ' ἔτι, Μοῖσαι, θάλος ἀοιδᾶν[ Δ. 1. 14.
c even with comparative.

ἔτι γλυκυτέραν O. 1.109

ἔτι καὶ μᾶλλον P. 10.57

ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 5.
d c. neg. no longer

ἀρχοὶ δ' οὐκ ἔτ ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες N. 9.14

οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν N. 9.47

ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 2.
e fragg. μνᾶμ' ἔτι του[ Πα. 13c. 13.

ἔτι δ' ἀνδρ[ Pae. 21.21


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έτι — ἔτι (Α) επίρρ. I. (χρονικό) 1. ακόμη, έως τώρα (α. «ἔτ ἐκ βρέφεος» από τη βρεφική ακόμη ηλικία β. «ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστι», Ομ. Ιλ.) 2. (με το καὶ ή το ἠδέ ή το δὲ) ακόμη και τώρα («νῡν δ ἔτι ζεῑ», Αισχύλ.) 3. ήδη («καὶ εἶναι καὶ γεγονέναι… …   Dictionary of Greek

  • ἔτι — yet indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μήτ’ ἄρμε μάλ’ αἴνεε, μήτ’ ἔτι νείκει. — μήτ’ ἄρμε μάλ’ αἴνεε, μήτ’ ἔτι νείκει. См. Не подымай меня высоко, да и не опускай низко …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐξ ἔτι σπαργάνων. — См. Инкунабула …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐκ ἔτι γὰρ δύναται τετυγμένον εἶναι ἄτυχτον. — См. Что о том тужить, чего нельзя воротить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σουν(ν)έτι — το, Ν η περιτομή τών ισραηλιτών και τών μωαμεθανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sunnet] …   Dictionary of Greek

  • 'τι — ἔτι , ἔτι yet indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄτι — ἔτι , ἔτι yet indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅτι — ἔτι , ἔτι yet indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτιμωρήθην — ἐτῑμωρήθην , τιμωρέω to be an avenger aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐτῑμωρήθην , τιμωρέω to be an avenger aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτιμᾶθ' — ἐτῑμᾶτο , τιμάω honour imperf ind mp 3rd sg ἐτῑμᾶτε , τιμάω honour imperf ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”